- ἐπίξενος
- ἐπίξενοςstrangermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίξενος — ἐπίξενος, ὁ (Α) [ξένος] 1. φιλοξενούμενος από άλλη χώρα, προσκεκλημένος, μουσαφίρης 2. (γενικά) ξένος 3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπιχθόνιος» … Dictionary of Greek
ἐπιξένοις — ἐπίξενος stranger masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιξένου — ἐπίξενος stranger masc gen sg ἐπιξενόομαι to be entertained as pres imperat act 2nd sg ἐπιξενόομαι to be entertained as imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίξενοι — ἐπίξενος stranger masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίκλητος — η, ο (Α ἐπίκλητος, ον) [επικαλώ] νεοελλ. αυτός που τόν επικαλέστηκε κάποιος για βοήθεια αρχ. 1. αυτός που προσκλήθηκε, που συγκλήθηκε για κάποιο σκοπό 2. βοηθός στον πόλεμο, καλεσμένος για βοήθεια, σύμμαχος («ἐπίκλητοί σφι ἐόντες εἵποντο», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
επιξενούμαι — ἐπιξενοῡμαι, όομαι (AM) [επίξενος] φιλοξενούμαι μσν. 1. ταξιδεύω 2. (η μτχ. παρακμ. ως ουσ.) ταξιδιώτης αρχ. 1. μένω στην αλλοδαπή, ξενιτεύομαι («μὴ πρέπειν ἐπιξενοῡσθαι τοῑς τηλικούτοις», Ισοκρ.) 2. πάπ. επισκέπτομαι άλλον τόπο 3. έχω σχέσεις… … Dictionary of Greek
μόροξος — μόροξος, ὁ (Α) είδος μαλακού λίθου το οποίο χρησιμοποιούσαν για την λεύκανση τών ενδυμάτων, μόροχθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. αβέβαιης ετυμολ. Για την εναλλαγή τών τ. μόροξος: μόροχθος πρβλ. Ερεχθεύς: Ερεχσές και επιχθόνιος:… … Dictionary of Greek
ξένος — Επώνυμο αγωνιστών του 1821, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Εμμανουήλ. Λόγιος και αγωνιστής του ‘21 από την Πάτμο. Ανήκε στη μεγάλη οικογένεια των Ξ., από την οποία προερχόταν και ο μεγαλέμπορος της Οδησσού Βασίλειος, στο πλευρό του… … Dictionary of Greek